- ἐπαφαιρῶ
- ἐπαφαιρέωtake away agampres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐπαφαιρέωtake away agampres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφαιρώ — ἐπαφαιρῶ, έω (Α) ιατρ. αφαιρώ κάτι για δεύτερη φορά, ειδ. για αίμα … Dictionary of Greek